- πλεκτός
- πλεκτός1 woven ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων (supp. Lobel: i. e. a chain) fr. 169. 26.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πλεκτός — plaited masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεκτόν — πλεκτός plaited masc acc sg πλεκτός plaited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖο — πλεκτός plaited masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖς — πλεκτός plaited masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖσι — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῖσιν — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοί — πλεκτός plaited masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτοῦ — πλεκτός plaited masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεκτούς — πλεκτός plaited masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)